- πλούσιος
- -α, -ο / πλούσιος, -ία, -ιον, ΝΜΑ, και πλούτιος Α1. αυτός που έχει πολύ υλικό πλούτο, μεγάλη κινητή ή ακίνητη περιουσία, εύπορος2. αυτός που έχει σε μεγάλη αφθονία, σε πλησμονή, ένα πράγμα ή μια ιδιότητα (α. «οι ομορφιές τσ' ήσαν πολλές, τα κάλλη τζ' ήσαν πλούσα» Ερωτόκρ.β. «χώρα πλούσια σε φυσικές καλλονές» γ. «ὁ δαίμων δ' εἴς με πλούσιος κακῶν», Ευρ.)3. πολυπληθής, άφθονος (α. «πλούσια συγκομιδή» β. «πλούσιον ὕδωρ», Ευρ.)4. ο πλούσια παρασκευασμένος, πολυτελής (α. «πλούσιος διάκοσμος» β. «σοὶ δὲ πλουσία τράπεζα κείσθω», Σοφ.)νεοελλ.1. γενναιόδωρος, πλουσιοπάροχος2. φρ. α) «πλούσια γλώσσα» — γλώσσα που έχει μεγάλο λεκτικό πλούτοβ) «πλούσια ρίμα» — ρίμα που συνηχεί πριν από το τονιζόμενο φωνήεν3. παροιμ. φρ. «πλούσια τα ελέη σου» — λέγεται σχετικά με γενναιοδωρία ή αφθονία πραγμάτωναρχ.1. φρ. «χαίρω πλουσίῳ γένει» — χαίρομαι, είμαι ευτυχής για την πλούσια και αγέρωχη γενιά μου2. παροιμ. φρ. «οὐδ' εἰ Μίδου πλουσιώτεροι εἶεν» — ούτε και αν ήταν πλουσιότεροι από τον Μίδα (Πλάτ.).επίρρ...πλουσίως ΝΜΑ και πλούσια Νμε τρόπο πλούσιο, με αφθονία (α. «ζει πλούσια» β. «ὁ λόγος τοῡ Χριστοῡ ἐνοικήτω ἐν ὑμῑν πλουσίως, ἐν πάσῃ σοφίᾳ», ΚΔ)αρχ.1. πολυτελώς («εἶδον ἱρov πλουσίως κατεσκευασμένον», Ηρόδ.)2. μεγαλοπρεπώς («κἄν γραῡς ὄληται, πλουσίως ταφήσεται», Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. πλούσιος (< πλουτ-ιος) παράγεται από τη λ. πλοῦτος με κατάλ. -ιος και συριστικοποίηση του -τ- προ τού -ι- (πρβλ. δημόσιος < *δημότιος< δημότης)].
Dictionary of Greek. 2013.